γραμματικός

γραμματικός
Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 28 κάτ.) του νομού Ηλείας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ωλένης.
* * *
-ή, -ό (AM γραμματικός, -ή, -όν)
Ι. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα γράμματα ή στη γραμματική («γραμματικοί κανόνες», «γραμματικές παρατηρήσεις», «γραμματικά σφάλματα»)
νεοελλ.
φρ.
1. «γραμματικό γένος» — χαρακτηρισμός που αναφέρεται στη γλωσσική έκφραση και όχι στη φυσική πραγματικότητα (π. χ. το χελιδόνι έχει ουδέτερο το γραμματικό του γένος, ενώ έχει αρσενικό ή θηλυκό το φυσικό)
2. «γραμματική ερμηνεία» (τού νόμου)
ερμηνεία τού νόμου κατά γράμμα, βασισμένη αποκλειστικά στη διατύπωση τού κειμένου του
II. το αρσ. ως ουσ. γραμματικός, ο
1. ο γραμματοδιδάσκαλος, αυτός που διδάσκει τα πρώτα γράμματα στους μαθητές
2. κριτικός, ερμηνευτής τών αρχαίων κειμένων (και κυρίως τού ομηρικού)
3. γραμματέας
αρχ.
εγγράμματος, μορφωμένος
III. το θηλ. ως ουσ. γραμματική, η
(στα αρχ. και ως επίθ., «γραμματικὴ τέχνη, ἐπιστήμη»)
η επιστήμη που ασχολείται με το τυπικό τής γλώσσας και τον καθορισμό τών νόμων της
(μσν. νεοελλ.) φρ. «Γραμματική τής Μουσικής» — πραγματεία θεωρίας τής βυζαντινής μουσικής
νεοελλ.
εγχειρίδιο για τη διδασκαλία τής γραμματικής
αρχ.
1. πολυμάθεια, παιδεία
2. το αλφάβητο
IV. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) γραμματικά, τα
τα πρώτα γράμματα, η εγκύκλιο μόρφωση («ἔμαθον τὰ γραμματικὰ μετὰ πολλοῡ τοῡ κόπου», Θ. Πρόδρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < γράμμα (-ατος). Ο όρος γραμματική με τη σημασία με την οποία χρησιμοποιείται σήμερα πρωτοεμφανίστηκε ήδη στην εποχή τών Αλεξανδρινών, στο βιβλίο Τέχνη Γραμματική τού Διονυσίου τού Θρακός (γύρω στο 100 π. Χ.). Το έργο αυτό είναι η πρώτη γραμματική που συντάχθηκε στον ευρωπαϊκό χώρο, σ' αυτό δε στηρίχτηκαν όλοι οι μεταγενέστεροι γραμματικοί μέχρι τη σχολική γραμματική τών ημερών μας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γραμματικός — knowing one s letters masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμματικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με τη γραμματική: Γραμματικοί κανόνες. 2. ως ουσ., γραμματικός αυτός που ασχολείται με τα γράμματα και τα μνημεία του πνεύματος: Αρκετοί γραμματικοί της αρχαιότητας άφησαν σημαντικά συγγράμματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Γραμματικός, Αθανάσιος — (18ος αι.).Εθνικός αγωνιστής. Ο Γ. καταγόταν από τη Μουσουνίτσα της Παρνασσίδας και αρχικά αγωνίστηκε στο σώμα του αρματολού Κωνσταντάρα. Όταν πέθανε ο τελευταίος, συγκρότησε δικό του σώμα που έδρασε κυρίως στην Παρνασσίδα και στη Δωρίδα. Λέγεται …   Dictionary of Greek

  • Γραμματικός, Νίκος — (Σαλαμίνα 1963 –).Σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Από τους πιο παραγωγικούς δημιουργούς της γενιάς του, ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1980 με τα μικρού μήκους φιλμ Μακρόθεν και Επικίνδυνη Ζώνη (1987 και 1988, αντίστοιχα) για να συνεχίσει με… …   Dictionary of Greek

  • Σάξων ο Γραμματικός — (Saxo Gramma licus). Δανός ιστορικός (; 1150 περίπου ; μετά το 1216). Εκκλησιαστικός στην υπηρεσία του επίσκοπου Άμπσαλον, επιφορτίστηκε απ’ αυτόν να γράψει μια ιστορία της Δανίας. Η Ιστορία των Δανών (Gesta Danorum) είναι γραμμένη σε μια πομπώδη …   Dictionary of Greek

  • γραμματικά — γραμματικός knowing one s letters neut nom/voc/acc pl γραμματικά̱ , γραμματικός knowing one s letters fem nom/voc/acc dual γραμματικά̱ , γραμματικός knowing one s letters fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμματικώτερον — γραμματικός knowing one s letters adverbial comp γραμματικός knowing one s letters masc acc comp sg γραμματικός knowing one s letters neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμματικωτάτω — γραμματικός knowing one s letters masc/neut nom/voc/acc superl dual γραμματικός knowing one s letters masc/neut gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμματικῶν — γραμματικός knowing one s letters fem gen pl γραμματικός knowing one s letters masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμματικόν — γραμματικός knowing one s letters masc acc sg γραμματικός knowing one s letters neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”